- ψαφαροχαίτην
- ψαφαροχαίτηςmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυκιοχαίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φυκιοχαίτην ψαφαροχαίτην». [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek